imensidade - ορισμός. Τι είναι το imensidade
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι imensidade - ορισμός


Imensidade      
f.
Qualidade daquilo que é imenso.
Extensão desmedida; espaço imenso, o infinito.
(Lat. immensitas)
imensidade      
sf (lat immensitate)
1 Caráter ou estado do que é imenso ou infinito.
2 Extensão desmedida.
3 Espaço imenso.
4 O infinito.
5 Grande número.
6 Grande quantidade.
7 poét O espaço etéreo
Var: imensidão.
imensidade      
s.f. (-1643 FSCout I 44)
1 qualidade ou característica do que é imenso
a i. de suas proporções arquitetônicas
2 grandeza ou extensão incomensurável; vastidão
a i. do mar
2.1 frm. o espaço imenso; o infinito
os astronautas não se atemorizam diante da i.
3 grande número; infinidade
uma i. de terras cultivadas trouxe da viagem uma i. de lembranças
-etim lat. immensìtas,átis 'o que tem grandes dimensões ou proporções'; ver 1 mens- ; f.hist. 1643 emmencidade , 1715 immensidade , c1764 emensidade , 1913 imensidade -sin/var imensidão; ver sinonímia de vastidão